Ένα μέρος της συζήτησης που έχει ανοίξει περιστρέφεται γύρω από το κόμμα και τις λειτουργίες του. Το θέμα δεν είναι καινούργιο και, άλλωστε, το κομματικό φαινόμενο όπως το γνωρίσαμε τις προηγούμενες δεκαετίες εδώ και καιρό διέρχεται κρίση. Στο τελευταίο συνέδριό μας, πέρυσι τον Μάιο, κάναμε μια σειρά από αλλαγές. Μήπως πρέπει να αξιολογήσουμε αυτές τις αλλαγές; Τι πρέπει να κρατήσουμε και τι να αλλάξουμε; Η εκτίναξη του αριθμού των μελών, που τελικώς εξαντλήθηκε μόνο στη διαδικασία εκλογής του προέδρου, πόσο ενίσχυσε το ειδικό βάρος των οργανώσεών μας, πόσο ενίσχυσε ποιοτικά την κομματική ζωή, πόσο μεταφράστηκε σε μια αυξημένη παρουσία του κόμματός μας στους μαζικούς και κοινωνικούς χώρους; Με δυο λόγια μήπως, τελικά, η αναγκαία κοινωνική γείωση δεν είναι μόνο ένα ποσοτικό – αριθμητικό μέγεθος, αλλά σχετίζεται με ζητήματα, δομές και λειτουργίες που θα ενισχύουν τη συμμετοχή όσων κάνουν το βήμα της οργάνωσής τους στη σύγχρονη Αριστερά; Όταν, όμως, η διαδικασία της οργανωτικής ένταξης εκπίπτει στη συμμετοχή σε μια προεδρική εκλογή με δυο ευρώ, χωρίς, μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις να υπάρχει καμία προηγούμενη σχέση με τον χώρο, τότε φτάνουμε στο φαινόμενο από τις δεκάδες χιλιάδες μέλη στα χαρτιά κάποιοι να ψηφίζουν άλλα κόμματα στις εκλογές και μόνο ένα πολύ μικρό υποσύνολό τους να συμμετέχει στην κομματική ζωή.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών οδήγησε στην απαξία και την υποτίμηση των μελών του κόμματος. Έχω τη γνώμη πως άλλη είναι η έννοια -και ο ρόλος- του μέλους, άλλη του φίλου και άλλη του ψηφοφόρου ενός κόμματος. Δεν μπορούν να συνυπάρξουν όλα στη συσκευασία ενός. Ούτε μπορεί η σχέση του μέλους ενός κόμματος να αντιμετωπίζεται όπως η σχέση ενός πολίτη με μια δημοκοπική εταιρεία. Όταν αυτά τα ταυτίζουμε, δήθεν στο όνομα ενός ανοιχτού κόμματος, τότε υπονομεύουμε την εσωτερική δημοκρατία και τη συμμετοχή, οδηγώντας έναν κομματικό οργανισμό στη ρευστοποίησή του και την αποπολιτικοποίησή του. Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ δεν είναι, ούτε ήταν, η ύπαρξη τάσεων, αλλά η μετατροπή τους σε κλειστούς οργανωτικούς μηχανισμούς. Κυρίως ήταν ή δραματική υποχώρηση της συλλογικής λειτουργίας του. Ωστόσο, θα ήταν λάθος, ερμηνεύοντας τη σημερινή κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, να εστιάσουμε μονοδιάστατα, για να εξηγήσουμε το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών, στο λεγόμενο οργανωτικό ζήτημα. Ούτε, βέβαια, στην υιοθέτηση των απόψεων περί υπονόμευσης του Α. Τσίπρα, στη μη εφαρμογή «σωστών» κατά τα αλλά αποφάσεων, στην αναζήτηση του εσωτερικού εχθρού.
Γνωστές κατά τα αλλά συνταγές ερμηνείας όταν κάποιος δεν αντιλαμβάνεται ή δεν θέλει να δει την πραγματικότητα. Γι’ αυτό εισαγωγικά αναφέρθηκα στα μείζονα που πρέπει να μας απασχολήσουν το επόμενο διάστημα με διάθεση ειλικρινή, ενωτική και συνθετική. Χρειάζεται, λοιπόν, ένα νέο κύμα ριζοσπαστικοποίησης με σύγχρονους όρους. Ένας νέος αριστερός ριζοσπαστισμός που θα οδηγήσει σε ένα σχέδιο επανάκτησης της αξιοπιστίας και διεκδίκησης της πολιτικής ηγεμονίας για να ηττηθεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Ένα σχέδιο κατανόησης της σύγχρονης πραγματικότητας, που θα συνοδεύεται από ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών τις οποίες έχει ανάγκη η κοινωνία, καθώς η πολύπλευρη κρίση που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο κόσμο δεν αντιμετωπίζεται με προτάσεις στενών οριζόντων, μέσων όρων και απλής διαχείρισης.