«Ριφιφί» στις τσέπες των πολιτών η ακρίβεια και οι έμμεσοι φόροι
Σημεία από τη συνέντευξη του Κοινοβουλευτικού Εκπρόσωπου του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, Πάνου Σκουρλέτη, στο ACTION24
Η αντιμετώπιση της μεγάλης ακρίβειας στα τρόφιμα και σε βασικά αγαθά περνά μέσα από την μείωση του ΦΠΑ σε είδη ευρείας κατανάλωσης και από αυστηρότερους ελέγχους στην αγορά, όχι από μέτρα όπως το καλάθι του νοικοκυριού, που ο κόσμος κρίνει ότι απέτυχε, επεσήμανε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, βουλευτής Επικρατείας, Πάνος Σκουρλέτης, μιλώντας στην εκπομπή «Πρωινή Ζώνη» του ACTION24, με τους δημοσιογράφους Γιώργο Κακούση και Άννα Λιβαθυνού.
Ακολουθούν σημεία της συνέντευξης:
Για τα αναποτελεσματικά μέτρα της κυβέρνησης απέναντι στην ακρίβεια, όπως το καλάθι του νοικοκυριού
Στην πράξη, το καλάθι του νοικοκυριού πως αντιμετωπίστηκε από τις μεγάλες επιχειρήσεις; Μίκρυναν τις ποσότητες και άφησαν ίδια την τιμή, άρα είχαμε αύξηση της τιμής ανά μονάδα. Ο κόσμος δίνει τα ίδια λεφτά αλλά αγοράζει λιγότερη ποσότητα. Ή, επίσης, κάθε φορά που έβγαινε ένα προϊόν από το καλάθι, αμέσως μετά εκτινασσόταν η τιμή του, άρα το τελικό αποτέλεσμα ήταν αρνητικό για τη τσέπη των καταναλωτών και έχουμε μια αναποτελεσματικότητα. Εδώ θα έπρεπε να ακολουθηθεί η μέθοδος που έχει υιοθετηθεί από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, της παρέμβασης στο σκέλος της μείωσης των συντελεστών ΦΠΑ σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, σε συνδυασμό με αυστηρότατους ελέγχους. Δεν μπορεί τα ίδια προϊόντα να πωλούνται τρεις φορές ακριβότερα στην Ελλάδα απ’ ό,τι σε ευρωπαϊκές χώρες, δεν μπορεί μεγάλες αλυσίδες αυτή τη στιγμή, τη στιγμή της κρίσης, να έχουν υπερκέρδη και να μένουν αλώβητες.
Για τη ρύθμιση αναφορικά με τις εκλογές και το κόμμα των νεοναζιστών
Δεν πρόκειται για θέματα διαβουλεύσεων ανάμεσα στα κόμματα, έτσι ώστε στη βάση ενός εκλογικού τρικ ή μιας εκλογικής σκοπιμότητας να αποκλείσουμε την ΧΑ. Να βρούμε μία ρύθμιση η οποία θα είναι συμβατή με το Σύνταγμα και ταυτόχρονα θα συνιστά μια νομική αποτύπωση ενός ιδεολογικοπολιτικού μετώπου απέναντι στον νεοναζισμό και τον φασισμό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτά τα πρόσωπα τέλεσαν ποινικά αδικήματα και έχουν καταδικαστεί. Άρα η παρούσα ρύθμιση της κυβέρνησης δεν μας καλύπτει, με την έννοια ότι δεν έχει μία αναφορά στο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο και στο υπόβαθρο της ναζιστικής οργάνωσης, διότι, ναι μεν έχουμε εγκλήματα αλλά όλοι γνωρίζουμε, αυτή είναι η συνείδηση του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας, ότι τα κίνητρα αυτών των εγκλημάτων ήταν βαθύτατα ρατσιστικά, ιδεολογικά και πολιτικά. Γι’ αυτό η δική μας τροπολογία έχει δύο στοιχεία. Αφ’ ενός το στοιχείο της καταδίκης για τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης και τη διάπραξη συγκεκριμένων εγκλημάτων. Αφετέρου, παραπέμπει σε εκείνα τα αδικήματα τα οποία προβλέπει ο αντιρατσιστικός νόμος. Η αναφορά σε αυτά τα δύο στοιχεία νομίζω ότι πρέπει να μας καθοδηγήσει στο να βρούμε μία διάταξη που να αποτελέσει φραγμό στο να κατέβουν στις εκλογές. Μην υποτιμάμε το στοιχείο ότι την προηγούμενη φορά τέθηκαν εκτός με την ψήφο του ελληνικού λαού κι αυτό είναι η μεγάλη πρόκληση για όλα τα πολιτικά κόμματα. […] Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να νομοθετήσουμε και αυτή η διάταξη, σε έναν άλλο χρόνο, να χρησιμοποιηθεί υπέρ της απαγόρευσης άλλων κομμάτων. Εδώ, όμως, έχουμε μια συγκεκριμένη εμπειρία, δεν μιλάμε γενικά.
Για τις δημοσκοπήσεις και την προσπάθεια εργαλειοποίησής τους
Δεν ξέρω αν σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα γίνονται κάθε μήνα καθολικές δημοσκοπήσεις και συζητούνται τόσο πολύ. Βλέπω ότι, τελικά, υπάρχει μια εργαλειοποίηση των δημοσκοπήσεων στην Ελλάδα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνονται τα μέσα που επιχειρούν να διαμορφώσουν την άποψη των πολιτών για το πώς πάνε τα πολιτικά πράγματα. Με βάση αυτές τις δημοσκοπήσεις, υπάρχει μια ιστορική υποεκτίμηση του ΣΥΡΙΖΑ. Καλό είναι να λαμβάνουμε υπόψη μας τα στοιχεία τους, αλλά εγώ λαμβάνω υπόψη μου περισσότερο εκείνες τις ερωτήσεις οι οποίες είναι καθαρές, συγκεκριμένες. Όχι «πώς σας φαίνεται, λίγο, πολύ, λίγο περισσότερο, λίγο λιγότερο», όπου εκεί η ερώτηση προδιαθέτει αυτόν που απαντάει σε σχέση με το τι λέει τελικά, αλλά, «το καλάθι του νοικοκυριού πέτυχε ή όχι;». Εδώ 70% λένε απέτυχε. Αυτά κρατάω από τις δημοσκοπήσεις, τις συγκεκριμένες ερωτήσεις. Όλα τα υπόλοιπα «ψαρεύουν» σε θολά νερά.