Πάνος Σκουρλέτης | Στέλεχος Νέας Αριστεράς, πρώην Υπουργός

Η αποτυχία στην διαχείριση της πανδημίας και της ακρίβειας οφείλεται στην ιδεοληψία της κυβέρνησης

Άρθρο μου Στο Ποντίκι, 9/11/2021

Είναι αδιανόητο, σχεδόν δυο χρόνια μετά την εμφάνιση της πανδημίας, να ακούς από τα πλέον επίσημα κυβερνητικά χείλη ότι η ενίσχυση του δημοσίου συστήματος υγείας είναι πολυτέλεια. Και όμως, παρόλο ότι βρισκόμαστε στη δίνη μιας νέας έξαρσης της πανδημίας, το ακούσαμε και αυτό. Είδαμε να προβλέπονται 900 εκατομμύρια ευρώ λιγότερα στον Προϋπολογισμό του 2022 για την υγεία καθώς και να απασχολούνται περίπου 2.500 λιγότεροι εργαζόμενοι στο ΕΣΥ, σε σχέση με την έναρξη της πανδημίας.
 

Δεν έχουμε δει κανένα ολιστικό πρόγραμμα στήριξης του δημοσίου συστήματος υγείας, παρόλο που όλοι ομολογούν, πως μόνο ένα ισχυρό ΕΣΥ μπορεί να εξασφαλίσει την πρόσβαση όλων των πολιτών στο κοινό αγαθό της υγείας και πως ο ρόλος των ιδιωτών μπορεί να είναι μονάχα συμπληρωματικός. Αντίθετα, η κυβέρνηση έκανε τα λιγότερα δυνατά. Αντιμετώπισε την πανδημία ως κάτι παροδικό. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί η κυβέρνηση δεν παρουσίασε κανένα σχέδιο. Διότι στο πλαίσιο της δικής της αντίληψης πιστεύει ότι δεν απαιτείται κάτι τέτοιο. Η αγορά, μέσω των ΣΔΙΤ- ιδιωτικοποιήσεων, όταν «περάσει η μπόρα» θα βρει τον δρόμο της. Πρόκειται για έναν ακραίο νεοφιλελεύθερο δογματισμό, μια ακραία ιδεοληπτική προσέγγιση, που δεν υπηρετεί την υπόθεση της δημόσιας υγείας. Με τον ίδιο, άλλωστε, τρόπο τοποθετήθηκε η ΝΔ όταν τέθηκε το θέμα της άρσης των δικαιωμάτων της πατέντας για τα εμβόλια. Τάχθηκε με το μέρος των κερδών κάποιων πολυεθνικών του φαρμάκου, σε βάρος της υγείας των λαών του πλανήτη.

Μια παρόμοια αντίληψη χαρακτηρίζει την πολιτική της κυβέρνησης στο θέμα της ακρίβειας. Αρνείται πεισματικά να παρέμβει στον πυρήνα του προβλήματος, υλοποιεί ένα παρωχημένο σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων στην ενέργεια, που τις αφαιρεί εργαλεία παρέμβασης και αντιλαμβάνεται την ενεργειακή κρίση και την ακρίβεια ως «ευκαιρία» αναδιάρθρωσης της αγοράς. Ταυτόχρονα, δεν υιοθετεί τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ για μείωση των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης στην ενέργεια, ούτε για άλλα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, περιμένοντας την αγορά να αυτορυθμιστεί.

Βέβαια, αν αυτή την άκαμπτη, νεοφιλελεύθερη πολιτική την ακολουθούσε κατά γράμμα η ΕΕ μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας, τώρα θα είχαμε μια τεράστια ύφεση και δεν θα είχαμε στα χέρια μας το εργαλείο του Ταμείου Ανάκαμψης. Η αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας, η άφθονη ρευστότητα από την ΕΚΤ και το φθηνό χρήμα που υιοθέτησε η ΕΕ κάτω από την πίεση της πραγματικότητας είναι έξω από τα όρια της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας. Το μέγα, βέβαια, ερώτημα είναι αν θα επανέλθουμε από το `23 στο δρόμο της ορθοδοξίας και σε ποιο βαθμό ή αν θα οδηγηθούμε σε μια νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική.

 

Η κυβέρνηση, όμως, ακόμα και μέσα σε αυτό το, πιο χαλαρό, δημοσιονομικό περιβάλλον δεν ασκεί μια δυναμική πολιτική απέναντι στην ακρίβεια, στον κατώτατο μισθό, στη στέγαση και στα ενοίκια ή σε σχέση με τη στήριξη των επιχειρήσεων και την πρόσβασή τους στον τραπεζικό δανεισμό. Αντίθετα, στον τομέα των εργασιακών σχέσεων κινείται ολοταχώς προς το παρελθόν, προωθώντας αντεργατικές ρυθμίσεις που λειτουργούν διαλυτικά και οδηγούν στην περαιτέρω υποβάθμιση της εργασίας και των εισοδημάτων. Το δε Ταμείο Ανάκαμψης, από εργαλείο παρέμβασης στο εγχώριο παραγωγικό μοντέλο, γίνεται μέσο ικανοποίησης των λίγων και ημετέρων. Εκ των πραγμάτων η κυβερνητική πολιτική αναδεικνύεται σε παράγοντα επιδείνωσης των κοινωνικών προβλημάτων και διεύρυνσης των ανισοτήτων.

Το συμπέρασμα είναι πως η κλιματική κρίση, η διεύρυνση των ανισοτήτων, η υγειονομική κρίση επανέφεραν την ανάγκη των ισχυρών δημοσίων πολιτικών έξω από τα όρια του νεοφιλελευθερισμού. Αυτή την ανάγκη υπηρετούν οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ. Αυτό είναι και το πεδίο των νέων κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου πλειοψηφικού μπλοκ που θα πρέπει να βρει την έκφρασή του στις επόμενες εκλογές και να οδηγήσει στη διαμόρφωση μια αριστερής, προοδευτικής διακυβέρνησης. Η στάση του συνόλου των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων απέναντι σε αυτή την προοπτική θα κρίνει πολλά και πρώτα απ΄ όλα την ίδια τη συμβολή τους στην υιοθέτηση μιας αντινεοφιλελεύθερης στρατηγικής για τη χώρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ είναι σαφής ως προς τις προθέσεις του, αναλαμβάνοντας και το μερίδιο των ευθυνών του απέναντι στην κοινωνία. Η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ενίσχυσή του καθίσταται όρος για τη βιωσιμότητα μιας τέτοιας προοπτικής.