Ξεπερασμένη και σε λάθος κατεύθυνση η ενεργειακή στρατηγική της κυβέρνησης
Άρθρο στο ΠΑΡΟΝ της Κυριακής | 10/10/2021
――――――――――――――――――――――
Η διεθνής ενεργειακή κρίση που αντιμετωπίζουμε πυροδοτεί την ακρίβεια για μια μεγάλη γκάμα αγαθών άμεσης ανάγκης, πιέζοντας συνολικά την ελληνική οικονομία αλλά και τους πιο «αδύναμους κρίκους» της κοινωνίας μας. Αυτή η νέα κρίση που ήρθε μετά την πανδημία, η οποία έχει ήδη προκαλέσει σειρά αρνητικών επιπτώσεων στην οικονομία, θέτει το ενεργειακό κόστος ως μια επιπρόσθετη ανασχετική παράμετρο για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας.
Βεβαίως, ο στόχος της ανάκαμψης έχει να αντιμετωπίσει και άλλα προσκόμματα, με μεγαλύτερο απ’ όλα την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ. Μια πολιτική αναντίστοιχη με τις νέες οικονομικές συνθήκες και ανάγκες, η οποία αποσκοπεί σε κέρδη για λίγους και στην ευημερία των στατιστικών οικονομικών δεικτών, ακόμη κι αν στην πραγματική ζωή οι ανισότητες κυριαρχούν και μεγάλες κατηγορίες πληθυσμού παραμένουν εγκλωβισμένες στις στερήσεις και στη λιτότητα.
Στον ενεργειακό τομέα η συγκεκριμένη πολιτική εκφράζεται με την εμμονή της κυβέρνησης σε μια ξεπερασμένη, αδιέξοδη στρατηγική ιδιωτικοποιήσεων. Πρόκειται για ένα προμνημονιακό σχέδιο, το οποίο κατόπιν ενσωματώθηκε στα Μνημόνια, αλλά έχει ξεπεραστεί από τη ζωή εδώ και χρόνια. Βασίζεται στη συστηματική αποθωράκιση του Δημοσίου από στρατηγικής σημασίας ενεργειακές υποδομές, όπως είναι τα δίκτυα ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου.
Υπηρετώντας αυτό το σχέδιο και στις νέες συνθήκες, η κυβέρνηση ξεκίνησε με την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ Υποδομών και προχώρησε με τον ΔΕΔΔΗΕ. Ακολούθησε η ΔΕΗ, όπου το Δημόσιο χάνει τον έλεγχο και υφίσταται σημαντική απομείωση της περιουσίας του δια της πλαγίας οδού, καθώς εξαναγκάζεται σε μη συμμετοχή στην επερχόμενη Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου. Έτσι, η συμμετοχή του στην Επιχείρηση αναμένεται να μειωθεί από το 51% στο 34%. Το Δημόσιο χάνει, το ένα μετά το άλλο, σημαντικά εργαλεία, άμεσης ή έμμεσης, παρέμβασης στον ενεργειακό τομέα, καθώς και σημαντικά έσοδα, κυρίως στην περίπτωση των δικτύων με τα ρυθμιζόμενα, εγγυημένα, κέρδη.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, σε συνθήκες ακραίας οικονομικής και πολιτικής πίεσης, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ακύρωσε το σχέδιο της «Μικρής ΔΕΗ» και ανέστειλε επ’ αόριστον την πώληση του 17% της Επιχείρησης, ενώ μετά από σκληρή διαπραγμάτευση πέτυχε να διατηρήσει τις πολύτιμες υδροηλεκτρικές μονάδες. Κάλυψε χρέος εκατοντάδων εκατ. ευρώ του ειδικού λογαριασμού ΑΠΕ και τον έκανε πλεονασματικό. Δημιούργησε νέο πλαίσιο για τις ΑΠΕ και προώθησε την υπόθεση των ενεργειακών κοινοτήτων. Μείωσε το χρέος της ΔΕΗ κατά 1 δισ. ευρώ από τα 5 δισ. που «κληρονόμησε», χωρίς να αυξήσει την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, αντιθέτως, την μείωσε κατά 12% μεσοσταθμικά στα 4,5 χρόνια διακυβέρνησης. Αντέκρουσε τις αξιώσεις για την πώληση του 66% ή εναλλακτικά και του 100% του ΑΔΜΗΕ, με ένα σχέδιο που επέτρεψε στο Δημόσιο να έχει απευθείας το 51% των μετοχών της εταιρείας. Μια επιλογή που δικαιώθηκε πλήρως. Αρνήθηκε οποιαδήποτε ιδιωτικοποίηση, με εξαίρεση αυτή του ΔΕΣΦΑ, όπου ο προηγούμενος διαγωνισμός θεωρούνταν μη αναστρέψιμος.
Οι διαφορές δεν είναι θεωρητικές. Η προσέγγιση της κυβέρνησης της ΝΔ οδήγησε σε ενεργειακές τιμές που δεν δικαιολογούνται μόνο από την αύξηση των διεθνών τιμών. Έχει μεγάλη ευθύνη που δεν εξέτασε το ενδεχόμενο χειραγώγησης της Οριακής Τιμής Συστήματος, της χονδρικής τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος και, συνακόλουθα, τη δυνατότητα επιβολής πλαφόν. Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν προχώρησαν σε ελέγχους των διαδικασιών και των τιμών προμήθειας.
Η κυβέρνηση εμφανίζεται να παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις που τροφοδοτούν το κύμα ακρίβειας, δεν σκέφτεται καν την μείωση των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης και εξαγγέλλει ημίμετρα, που ελάχιστα θα επηρεάσουν τις χρεώσεις. Περιμένει απλώς την άνοιξη, για να μειωθεί η ζήτηση και να αποκλιμακωθούν οι τιμές. Ή μήπως, τελικά, διέκρινε την «ευκαιρία» για να πεταχτούν από την αγορά οι αδύναμες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, κάτω από το δυσβάσταχτο ενεργειακό κόστος, υπέρ του μοντέλου που υπηρετεί με συνέπεια για την πλήρη επικράτηση των μεγάλων επιχειρήσεων;
Προφανώς, το ζήτημα της ενεργειακής φτώχειας και της ενεργειακής επάρκειας, ως κρίσιμων όρων ανάπτυξης, δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Η Ευρώπη οφείλει να επαναπροσδιορίσει την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη αντίληψη, που υποτιμά το γεγονός ότι η ηλεκτρική ενέργεια είναι πρωτίστως ένα κοινωνικό αγαθό. Είναι φανερό ότι οι στόχοι της ΕΕ για τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα και σε καθαρές μορφές ενέργειας δεν μπορούν να υλοποιηθούν με όρους αγοράς. Απαιτούνται σοβαρές δομικές αλλαγές εάν θέλουμε να μην εντείνουμε τις ανισότητες, να αντιμετωπίσουμε την ενεργειακή φτώχεια και να διασφαλίσουμε τους όρους μιας οικονομικής ανάπτυξης χωρίς εξαιρέσεις και αποκλεισμούς, με συνέπεια και προοπτική.