Πώς σχολιάζεις το τελευταίο διάγγελμα του Πρωθυπουργού;
Η απόφαση του πρωθυπουργού να προχωρήσει σε lock down, μέσα σε λίγες μόνο μέρες από τα προηγούμενα μέτρα, δείχνει, προφανώς, ότι ξέφυγε ο έλεγχος. Το lock down αποφασίστηκε πριν καν περάσουν οι προβλεπόμενες μέρες για να αξιολογηθούν τα μέτρα. Κηρύχθηκε εσπευσμένα, κάτω από την πίεση της πραγματικότητας. Έχει ευθύνες, λοιπόν, η κυβέρνηση για την καλλιέργεια ενός κλίματος εφησυχασμού. Ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης όλο το προηγούμενο διάστημα δήλωνε δεξιά κι αριστερά ότι αντιμετώπισε με επιτυχία την πανδημία, ενώ απέναντι στη συγκεκριμένη κριτική που ασκούνταν κάθε φορά στην κυβέρνηση, δεν απαντούσε ποτέ συγκεκριμένα. Για παράδειγμα, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στο άνοιγμα των σχολείων, με κορυφαίο βέβαια το θέμα της ενίσχυσης του ΕΣΥ, ενώ ήταν βέβαιο ότι πάμε σε ένα δεύτερο κύμα. Απαντούσαν στις ερωτήσεις μας, παρεμβάσεις μας κ.ά., ότι είναι επαρκώς θωρακισμένο και ξαφνικά ανακαλύπτουμε ότι σε ορισμένες περιοχές έχει ξεπεράσει τα όριά του. Δεν πρόκειται για αμέλεια, αλλά για την προσδοκία της κυβέρνησης, που αποδείχθηκε λανθασμένη, ότι η υγειονομική κρίση θα ήταν μια παρένθεση αλλά και για την ιδεοληπτική δυσανεξία της απέναντι στο δημόσιο σύστημα υγείας.
Υπήρξε, γενικώς, ένας εξωραϊσμός. Ας θυμηθούμε τις δηλώσεις Μητσοτάκη για μια γρήγορη ανάπτυξη το 2021, τις αισιόδοξες προβλέψεις για τουρισμό, τις εξωπραγματικές προβλέψεις για ανεργία – ελλείμματα – ύφεση.
Υπήρχε, όντως, μια διαρκής προσπάθεια εξωραϊσμού των προβλημάτων και της πραγματικότητας, ενώ ταυτόχρονα επέλεγαν να συγκρίνουν τις επιδόσεις της Ελλάδας μ’ αυτές άλλων χωρών. Αυτό βέβαια έχει μια σχετική αξία, διότι η σύγκριση οφείλει να γίνεται με την εικόνα που υπήρχε την προηγούμενη άνοιξη στη χώρα μας. Εμείς πολύ έγκαιρα και ορθώς είχαμε τα αντανακλαστικά έτσι ώστε να πάρουμε τα μέτρα που οδήγησαν στο πρώτο lock down. Εκεί, ωστόσο, που ήταν η μεγάλη ευθύνη, ήταν ότι κατασπαταλήθηκε όλο το ενδιάμεσο διάστημα χωρίς μια καλύτερη οργάνωση για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Να δούμε την κατάσταση της οικονομίας. Οι επίσημες προβλέψεις αναθεωρούνται συνεχώς επί το δυσμενέστερον ενώ ερχόμαστε από μια δεκαετή κρίση. Πάμε σε καταστάσεις δύσκολα διαχειρίσιμες.
Είναι γνωστή η κριτική που ασκήσαμε για τη μη εμπροσθοβαρή παρέμβαση στην οικονομία και τη στήριξη της εργασίας. Δυστυχώς, η κριτική μας, όπως φαίνεται, επαληθεύεται. Αλλά όμως, επειδή πια μιλάμε για μια κατάσταση πέρα από την ελληνική περίπτωση και την ιδιαιτερότητά της –δηλαδή, την προηγούμενη κρίση, άρα για μια καταπονημένη κοινωνία και οικονομία– το ζητούμενο είναι, πια, ένα συνολικότερο ευρωπαϊκό σχέδιο, για να μπορέσουμε να ξεφύγουμε απ’ αυτό που έχουμε μπροστά μας. Δηλαδή, μια κρίση η οποία τείνει να γίνει ανεξέλεγκτη και άρα αυτό το οποίο αναδεικνύεται ως κατεπείγουσα ανάγκη είναι να παρθούν πολύ πιο δραστικά μέτρα από αυτά που έχουν ανακοινωθεί από τις Βρυξέλλες. Πχ, δεν αρκεί να πει κανείς να ανασταλεί το σύμφωνο σταθερότητας για δυο χρόνια, ούτε ότι τα 32 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης, ενδεχομένως, να δοθούν σε πιο σύντομο χρόνο. Φαίνεται ότι τελικά, αυτά είναι πολύ λίγα. Και το σημαντικότερο απ’ όλα είναι ότι δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί αυτή η κατάσταση με τη λογική, πάλι, της παρένθεσης: ότι δηλαδή η οικονομική κρίση, τα προβλήματα στην οικονομία συνδέονται με μια περίοδο αρκετά βραχυπρόθεσμη, που μόλις ξεπεραστούν τα θέματα της υγειονομικής κρίσης όλα θα επανέλθουν στην προηγούμενη κανονικότητα. Αυτή η συζήτηση δεν αφορά, βέβαια, μόνο την Ελλάδα, αλλά την Ευρώπη στο σύνολο της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, ωστόσο απευθύνεται στο λαό και λέει ότι μπορεί να ανταπεξέλθει στα νέα προβλήματα που έχουν προκύψει. Πώς δημιουργεί τις προϋποθέσεις, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στην επαγγελία του;
Ερχόμαστε, πράγματι, αντιμέτωποι με τα μεγάλα προβλήματα, όπως και την ανάγκη να ξαναδούμε το θέμα του ευρωπαϊκού χρέους στο σύνολό του, όλων των χωρών της Ευρώπης, να ξαναδούμε το ρόλο της ΕΚΤ, να ξαναθέσουμε ένα σχέδιο μεσο-μακροπρόθεσμων επενδύσεων κάτω από ευρωπαϊκή ομπρέλα, σε όλους τους τομείς. Πχ στις νέες τεχνολογίες, υγεία, υποδομές κτλ. Προφανώς, με τη φροντίδα, όλα αυτά να στηρίξουν την εργασία.
Λόγω κόπωσης ή προπαγάνδας νομίζεις ότι μπορεί να προκύψει ένα ζήτημα μη τήρησης, από ένα τμήμα του πληθυσμού, των μέτρων του lock down; Πώς θα παρενέβαινε ο ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. εδώ;
Εμείς όταν ασκούμε κριτική στην κυβέρνηση είμαστε πλήρως τεκμηριωμένοι, ακριβώς για να μην δίνουμε χώρο ανάπτυξης τέτοιων απόψεων ή στάσεων. Γι’ αυτό ακόμη και η ένταση της κριτικής μας και της αντιπολιτευτικής μας φωνής, η οποία επιβάλλεται να είναι πιο έντονη τώρα από την πρώτη φάση εκ των πραγμάτων, γίνεται με τέτοιο τρόπο που να δείξουμε ποια, κατά τη γνώμη μας, είναι η ορθή πολιτική και όχι να κερδοσκοπήσουμε πολιτικά ή να τροφοδοτήσουμε ένα κλίμα λαϊκισμού, το οποίο θα προσπαθούσε να στριμώξει την κυβέρνηση, αλλά ταυτόχρονα θα ενθάρρυνε τέτοιου είδους προσεγγίσεις. Να σημειώσουμε, όμως, ότι αυτός ο κίνδυνος ανακύπτει και από τη στιγμή που διαπιστώνει κανείς τις ανακολουθίες, αντιφάσεις, παραλείψεις ή τα μεγάλα λόγια των κυβερνώντων. Ενώ είναι πολύ αυστηροί, πχ, απέναντι στη νεολαία, δεν μπορούν να συγκροτήσουν τις συγκοινωνίες, την ίδια στιγμή που αποποιούνται των ευθυνών τους μετακυλίοντας τις αποκλειστικά στους πολίτες. Αυτό δημιουργεί ερωτηματικά. Πρόκειται, βέβαια, για ένα φαινόμενο που διαπερνά όλη την Ευρώπη, αλλά και τις ΗΠΑ, όπως δυστυχώς είδαμε τώρα και στις εκλογές. Στο στόχαστρο της κριτικής μας είναι η κυβέρνηση και όχι οι απόψεις των λοιμωξιολόγων. Αυτή λαμβάνει τις αποφάσεις, ας μην το ξεχνάμε.
Την Πέμπτη συμμετείχες σε συνεργείο του κόμματος που μοίραζε προκηρύξεις σε σταθμό του μετρό για τις συγκοινωνίες. Θα δούμε κι άλλα στελέχη σε τέτοιες καμπάνιες, εγκαινιάζει αυτό μια νέα αντιπολιτευτική τακτική;
Ναι, το είχαμε σχεδιάσει από το Σάββατο για να αναδείξουμε με την παρέμβασή μας το πόσο σοβαρό είναι το ζήτημα των συγκοινωνιών όταν μιλάμε για την πανδημία. Ξέρετε, επίσης, ότι η δική μας φωνή δεν περνά στα μέσα ενημέρωσης. Αλλά το κρίσιμο είναι ότι η επαφή με τον κόσμο έχει τη δική της, μοναδική, αξία, είναι αναντικατάστατη. Έχει ενδιαφέρον αυτό που διακρίνουμε στον κόσμο. Κυριαρχεί η ανασφάλεια, η αγωνία, ο φόβος αποτυπώνεται στα πρόσωπα των πολιτών, είτε τους συναντήσαμε στο μετρό, είτε στις τοπικές αγορές που επισκεφθήκαμε μιλώντας με τους μικρούς επιχειρηματίες και τους υπαλλήλους. Οι αρνητικές προβλέψεις των επαγγελματικών τους οργανώσεων, μάλλον, θα αποδειχθούν πολύ μετριοπαθείς. Στην επικοινωνία μας με τον κόσμο, οι οργανώσεις βάσης του κόμματος, θα πρέπει να επωφεληθούν και να οργανώσουν κάθε δυνατότητα επικοινωνίας είτε με φυσικό τρόπο, είτε μέσω διαδικτύου, με όλους τους τρόπους κλασικούς και σύγχρονους. Άλλωστε από διάφορα κινήματα σ’ όλο τον κόσμο, την περίοδο της πανδημίας, έχουν ανακαλυφθεί πάμπολλοι τρόποι, ευρηματικοί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. δραστηριοποιείται και κεντρικά πιο δυναμικά. Είδαμε την πρόταση δυσπιστίας, την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη, την κατάθεση επίκαιρης ερώτησης (που την Παρασκευή μετατράπηκε αναγκαστικά σε συνέντευξη Τύπου). Συνιστούν όλα αυτά μια νέα αντιπολιτική τακτική;
Υπήρξε απόλυτα ορθή η πρόταση δυσπιστίας. Δεν ήταν απλή τακτική, αλλά η επιδίωξη να συζητηθεί αυτό το μείζον πρόβλημα που συνιστά το πτωχευτικό για ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας –με τόσο εκτεταμένη ιδιοκατοίκηση– υπερχρεωμένης ήδη που τώρα μπαίνει σε δεύτερη φάση δεινών. Το πιο «δυναμικά», προκειμένου για την αντιπολίτευσή μας, το θεωρώ δεδομένο και επιβεβλημένο. Προϋποθέτει, όμως, και το πιο τεκμηριωμένα, με περισσότερη συγκεκριμενοποίηση εναλλακτικών προτάσεων, αλλά ταυτόχρονα και με την ανάγκη, μέσα από τις παρεμβάσεις και το λόγο σου, να διαμορφώνεις μια διαφορετική αντίληψη για τα πράγματα και κατ’ επέκταση να επενδύεις σε μια διαφορετική στρατηγική αντίληψη υπέρβασης των προβλημάτων. Το έχουμε, νομίζω, ανάγκη όπως και πριν την πανδημία. Έχουμε φύγει από τη δεκαετία των μνημονίων, είμαστε σε ένα άλλο περιβάλλον, αλλά με εξίσου σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Βέβαια αυτού του τύπου η παρέμβαση γίνεται πιο πειστική όταν συνοδεύεται και από την αναγκαία αυτοκριτική για όσα δεν κάναμε.